- βαπτιζομένων
- βαπτίζωdippres part mp fem gen plβαπτίζωdippres part mp masc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μύρωμα — το (ΑΜ μύρωμα) [μυρώνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μυρώνω, η επάλειψη με μύρο (νεοελλ. μσν.) εκκλ. η επάλειψη τών βαπτιζομένων με άγιο μύρο ή η σταυροειδής επίχριση τού μετώπου τών χριστιανών με αγιασμένο έλαιο κατά την διάρκεια τού… … Dictionary of Greek